9. Αυγ, 2022
Να βρεθούμε για καφέ να τα πούμε!
5 η ώρα το απόγευμα κι εγώ όρθια μέσα στο λεωφορείο, κολλημένη πάνω σε έναν παππού και μια κοπελιά γύρω στα 20. Ήμουν σίγουρη ότι δεν θα τη βγάλω μέχρι την επόμενη στάση. Σκέφτηκα να κρατήσω την αναπνοή μου, αλλά επειδή δεν είμαι εκπαιδευμένος δύτης, οι πιθανότητες να επιζήσω ήταν μηδενικές. Η μόνη λύση ήταν να προσκολληθώ κι άλλο στον παππού που είχε αρχίσει ήδη να με κοιτάει περίεργα. Η κοπελιά δίπλα μύριζε σαν να είχε σχολάσει μόλις από φάμπρικα με δέρματα.
Αλλά το νύχι φούξια νέον, κολανάκι ακριβής μάρκας και βαμμένη για τρελή νυχτερινή έξοδο. Ότι είναι 5 η ώρα το απόγευμα το έχουμε πει όμως, έτσι δεν είναι; Κι εκεί που όλα πηγαίναν κατά διαόλου, μια τσιρίδα διαπερνάει το βαγόνι.
– Κυβέληηηηη;
Η πρώτη μου αντίδραση είναι να τσεκάρω αν υπάρχει καταπακτή να το σκάσω πριν με βρει η κάτοχος αυτής της τσιριχτής φωνής. Όχι, δεν θέλω να μάθω ποια είναι αυτή που με φωνάζει. Αποκλείεται να είναι φίλη μου. Εγώ τέτοιες φίλες δεν έχω!
Δεν πρόλαβα γαμώτο! Με άρπαξε σαν πεινασμένη ύαινα και άρχισε να με ταρακουνάει τσιρίζοντας.
Ο τυφώνας Μυρτώ
– Δεν το πιστεύω. Κυβέλη μου πόσα χρόνια έχουμε να βρεθούμε;
Αμ εγώ το πιστεύω; Αν ήθελα να με βρεις θα το είχες κάνει. Δεν ήθελα. Ήταν η Μυρτώ μια παλιά μου συμμαθήτρια από το Λύκειο. Από τότε με αυτή την τσιριχτή φωνή. Ανακατώστρα, κουτσομπόλα και δε χρώσταγε να πει καλό για κανέναν. Δεν ήταν κακό παιδί αλλά…
Πριν προλάβω να συνέλθω από την επίθεση, μου ρίχνει δυο σβουριχτά φιλιά και μου χώνει ένα χαρτάκι στο χέρι.
– Κυβέλη μου πρέπει να κατέβω σ’ αυτή τη στάση. Σου έγραψα τα τηλέφωνα μου να με πάρεις οπωσδήποτε να κανονίσουμε να βρεθούμε για καφέ. Έχουμε τόσα να πούμε!
Ο τυφώνας Μυρτώ κατέβηκε ευτυχώς και ξαναβρήκα την ανάσα μου. Όλοι τώρα με κοιτούσαν με συμπόνια, ακόμη κι ο παππούς που με στραβοκοίταζε πριν.
4 ημέρες μετά
Έβαζα τα ρούχα στο πλυντήριο όταν βρήκα το χαρτάκι της Μυρτώς μέσα σ’ ένα παντελόνι. Αμφιταλαντεύτηκα αρκετή ώρα πριν της τηλεφωνήσω. «Κυβέλη ντροπή σου! Η κοπέλα χάρηκε τόσο πολύ που σε ξαναείδε μετά από τόσα χρόνια». «Όχι, μην την πάρεις. Αν ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου δεν θα υπάρχει επιστροφή. Θα σου ξαναγίνει τσιμπούρι, όπως τότε. Θυμήσου!»
Με πιάσανε τελικά τα συναισθηματικά μου και ενέδωσα.
Ραντεβού στις 12:00 σε ένα ήσυχο καφέ στη Φωκίωνος.
Μια υπέροχη συννεφιασμένη Πέμπτη μέσα στον Ιούνιο και χωρίς πολύ ζέστη. Έφτασα ένα 10λεπτο νωρίτερα και κάθισα να την περιμένω σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι.
Η Μυρτώ αφίχθη σε λίγο με αέρα και άγχος προέδρου της Κομισιόν και έκατσε ασθμαίνοντας.
– Αγάπη δεν ήθελα να το ακυρώσω, ήθελα τόσο πολύ να βρεθούμε για καφέ! Αλλά να ξέρεις σε μία ώρα το πολύ πρέπει να φύγω. Είναι η συννυφάδα μου στο γιατρό και πρέπει να πάρω το γιο της από το σχολείο στις 2:00. Βέβαια θα μπορούσε να τον πάρει κι ο άχρηστος ο πατέρας του, αλλά ας μην ανοίξω το στόμα μου.
Φαντάσου και να τ’ άνοιγε!
– Δεν πειράζει κοπέλα μου. Η υγεία προηγείται. Ελπίζω να μην είναι για κάτι σοβαρό.
– Όχι, τυπικός έλεγχος μετά από μία επέμβαση που έκανε. Λιποαναρρόφηση και κοιλιοπλαστική. Βέβαια, κατά τ’ άλλα λεφτά δεν έχουν, για πλαστικές τα βρήκαν.
– Βρε Μυρτώ ο κάθε άνθρωπος ξέρει τις ανάγκες και τις προτεραιότητες του. Αυτός αποφασίζει τι θα τα κάνει τα λεφτά του. Καλά να είναι η γυναίκα και να κάνει ότι γουστάρει.
– Δε λέω κάτι αντίθετο εγώ, εξάλλου τι λόγος μου πέφτει εμένα. Αλλά βρε Κυβέλη μου παντρεμένη γυναίκα με δύο παιδιά τι τα θέλει αυτά; Τι περιμένεις, Σερραία παιδί μου. Τις ξέρω εγώ αυτές!
Τι τον ήθελα τον Καφέ!
Έχω αρχίσει και φουντώνω. Λες κι άμα ήταν από τα Φάρσαλα δε θα έλεγε τα ίδια. Κοπελιά άλλαξε κουβέντα πριν την πιάσεις από το μαλλί και γίνεται θέαμα.
– Άστην αυτή τώρα, κάτσε να πιούμε τον καφέ μας και να πούμε τα δικά μας νέα. Πες μου για σένα. Πως είσαι, τι κάνεις; Εγώ ελεύθερη κι ωραία όπως βλέπεις, προσπαθώ να αλλάξω τον κόσμο μέσα από τις λέξεις μου.
– Τι, ακόμη γράφεις εσύ; Εγώ στραβώθηκα και πήγα και παντρεύτηκα αυτό το νούμερο το Γιώργο. Τον θυμάσαι, που ήμασταν μαζί από το Λύκειο;
– Μια χαρά παιδί ήταν ο Γιώργος. Έξυπνος, σοβαρός και σε λάτρευε. Από ότι θυμάμαι ήθελε να γίνει φιλόλογος.
Συνέχισα να πίνω τον καφέ μου, ενώ τα νεύρα μου άρχισαν να βγαίνουν από το κεφάλι μου σαν περικοκλάδες…
– Έλα μωρέ με το χαλβά! Όλη μέρα με ένα βιβλίο στο χέρι κι όχι τίποτε άλλο άλλα έχει κάνει και την κόρη μας σαν τα μούτρα του. Ναι, έχω μια κόρη 15 χρονών. Δυστυχώς έχει πάρει από εμένα μόνο την ομορφιά. Από μυαλό, ίδια ο πατέρας της. Κι εσύ βρε κοπέλα μου δουλειά είναι αυτό που κάνεις;
– Μου αρέσει η δουλειά μου πάρα πολύ και δε σηκώνω κουβέντα πάνω σ’ αυτό!
– Εντάξει, αν εσύ το θεωρείς δουλειά να γράφεις εδώ κι εκεί για τρεις κι εξήντα, με γειά σου και χαρά σου. Βέβαια! Το δημόσιο δεν το ήθελες. Την είχες δει επαναστάτρια εσύ. Μωρέ ας είναι καλά ο πατέρας μου, που με τις γνωριμίες που είχε με έβαλε στο Υπουργείο Συγκοινωνιών κι έχω το μισθό μου βρέξει χιονίσει. Να μου λείπουν οι επαναστάσεις εμένα. Μια χαρά είμαι!
Τη συνέχεια δε μπορώ να σας την πω γιατί θα πέσει λογοκρισία. Βγήκε ο Τσε Γκεβάρα από μέσα μου και το τι είπε ο στόμας μου, δε λέγεται! Μας άκουσε η Κυψέλη, το Γαλάτσι, μη σου πω και το Πολύγωνο. Ας είναι καλά ο σερβιτόρος που μπήκε στη μέση και δεν την άρπαξα από το μαλλί την κυράτσα , να της δώσω τις ανταύγειες να τις φάει.
Έφυγα κυρία κατηφορίζοντας τη Φωκίωνος. Ήταν μια υπέροχη μέρα στην καρδιά του Ιούνη…ότι πρέπει για καφέ!
Αναρτήθηκε και στο https://www.maxmag.gr