9. Αυγ, 2022

Ταξίδι στα Γιάννενα με το λεωφορείο της γραμμής

Είπα κι εγώ μετά από χρόνια να πάω διακοπές στο χωριό του μπαμπά μου. Λίγο ο κορονοϊός, λίγο οι υποχρεώσεις στη δουλειά, είχα ν’ ανέβω 5 χρόνια. Το χωριό μου είναι σ’ ένα καταπληκτικό μέρος έξω από τα Γιάννενα, ψηλά πάνω στα Τζουμέρκα. Βέβαια επειδή τα αδέρφια μου μαζί με τη μαμά μας είχανε πάει μερικές μέρες νωρίτερα, η λύση για να πάω ήτανε μία. Λεωφορείο του ΚΤΕΛ.
ΚΤΕΛ Ιωαννίνων 6:30 π.μ.
Άγριες σκηνές εκτυλίχτηκαν εκείνο το πρωί. Είχα να ξυπνήσω στις 5:00 το πρωί ούτε κι εγώ ξέρω από πότε. Μάλλον ξέρω. Ποτέ! Το λεωφορείο έφευγε στις 7:00, αλλά εγώ έπρεπε να είμαι εκεί από τις 6:30 για να βγάλω εισιτήριο.
Ο τύπος στα εκδοτήρια ευγενέστατος!
– Τώρα ήρθες;
Χωρίς ούτε μια ρημάδα καλημέρα.
– Δεν έπρεπε; Τον ρωτάω και μου ρίχνει μια φονική ματιά. Τέλος πάντων μου λέει και παλεύει με το πληκτρολόγιο που έχει μπροστά του.
– Αν υπάρχει παράθυρο θα σας ήμουν ευγνώμων.
– Τέτοια ώρα και μου ‘χεις και προτιμήσεις, μου απαντά μέσα από τα δόντια του.
Του χαμογέλασα ναζιάρικα και με αγριοκοίταξε για άλλη μια φορά.
– Σε 10’ φορτώνουμε. Μην πας δεξιά κι αριστερά για καφέδες και τσιγάρα. Δε θα σε περιμένουμε. Δεν ξέρω γιατί έβγαλε αυτό το συμπέρασμα για μένα. Ίσως όσες είχε δει με μαύρα ρούχα, άσπρα αθλητικά παπούτσια και πράσινα μάτια, κάπνιζαν. Τι να πω. Άβυσσος το ένστικτο του εισπράκτορα.
Ευτυχώς επιβιβαστήκαμε χωρίς καθυστέρηση. Εγώ όχι τσιγάρο, ούτε νερό δεν τόλμησα να πιώ. Ένιωθα τα μάτια του καρφωμένα επάνω μου, έτοιμος να μου βάλει τις φωνές Κάθισα λοιπόν στη θέση μου, κυρία. Στο λεπτό επάνω μια απότομη φωνή μου λέει:
– Κάθεσαι στη θέση μου!
– Τι νούμερο έχετε; Την ρωτάω ευγενικά. 24, μου λέει.
– Εδώ είναι το 25, της απαντώ. Το δικό σας είναι απέναντι.
– Α, καλά, γρύλισε και πήγε στη θέση της. Ούτε συγνώμη, ούτε ευχαριστώ, εννοείται. Σίβυλλα ψυχραιμία. Κλείσε τα μάτια σου και προσπάθησε να κοιμηθείς, 5 ώρες είναι μόνο. Που θα πάει, θα περάσουν.
Ο κυρ Γιάννης
Πάνω που ήμουν έτοιμη να παραδοθώ στην αγκαλιά του Μορφέα, ένα ρυθμικό, επαναλαμβανόμενο, εκνευριστικό χτύπημα με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου. Δίπλα μου καθόταν ένας κύριος γύρω στα 75 που έπαιζε με το κομπολόι του ατάραχος. Δεν άντεξα.
– Μήπως θα μπορούσατε να μην το χτυπάτε αυτό;
– Δε χτυπάω τίποτες κορίτσι μου εγώ.
– Γιάννη σταμάτα μ’ αυτούνε το διάουλου, πετάχτηκε μια γλυκύτατη κυριούλα, από την απέναντι θέση. Κατάλαβα ότι ήταν η γυναίκα του και της χαμογέλασα με ευγνομωσύνη. Για κανά τέταρτο είχαμε ησυχία. Χάζευα τη διαδρομή στην εξωτική Εθνική Οδό και προσπαθούσα να μπω στο πνεύμα των διακοπών. Ήμουν τόσο χαρούμενη που θα βρισκόμασταν στο χωριό, όλη η οικογένεια μαζί.
Λίγο πριν τον Ισθμό
Ένα σκούντημα στον ώμο με επανάφερε στην πραγματικότητα. Η απέναντι κυρία μου πρόσφερε ένα κομμάτι πίτα.
– Ευχαριστώ της λέω, αλλά δεν τρώω γλουτένη.
– Δεν έχει απ’ αυτά κουρίτσι μου, μόνη μου το ‘χω ανοίξει το φύλλο. Είναι με λάπατα και κατσικίσιο τυρί.
– Φάε, μου λέει ο κυρ Γιάννης, έχουμε δρόμο μπροστά μας.
Το πήρα τελικά γιατί φοβήθηκα μην θυμώσει και με πνίξει με το κομπολόι την ώρα που κοιμόμαι.
Μέχρι να φτάσουμε είχα δει φωτογραφίες που είχε η κυρά Θυμία, από όλα τα παιδιά και τα εγγόνια. Στη βάφτιση, στο στρατό, στο γάμο της ανιψιάς της στην Κρήτη, στο μπαλέτο της εγγόνας που έχει το όνομα της, το Πάσχα στους κουμπάρους του μεγάλου…μη σας ζαλίζω, καμιά 60αριά φωτογραφίες, τις είδα.
Είχε μια τσάντα κάτω στα πόδια της κι έβγαζε, έβγαζε. Είμαι σίγουρη ότι την είχε κλέψει από τον Σπόρτ Μπίλυ. Δεν ξέρω αν θυμάστε εκείνο τον απίθανο τύπο με το φοβερό βαλιτσάκι που το άνοιγε και έβγαζε από μέσα τα πάντα, από κατσαβίδι μέχρι διαστημόπλοιο. Κάπως έτσι ήταν και η τσάντα της. Εντάξει είμαι πολύ πιο μεγάλη από σένα και τον θυμάμαι! Δεν θα το συζητήσουμε κι άλλο αυτό, έχουμε δρόμο μπροστά μας!
Στάση έξω από το Αίγιο
-Αι, τραβάτε εσείς οι γυναίκες στο μέρος και θα φλάω εγώ τα πράματα. Εκεί άρχισα να χαμογελάω πλέον μόνιμα.
Α ξέχασα να σας πω, μου κάναν και δύο προξενιά «καλά παιδιά, από τα μέρη τα δικά μας, σεβαστικά», έλεγε και ξαναέλεγε ο κυρ Γιάννης. Το υπόλοιπο ταξιδιωτικό μενού ήταν λιτό. Μουσόντρα, τυροπιτάκια με φύλλο της κυρά Θυμίας εννοείται, νεκταρίνια, καρπούζι που είχε κομμένο σε τάπερ, καρύδια και γαλατόπιτα για ντιζέρτ!
Μετά τη στάση τον είδα να σφίγγει στα χέρια του το κομπολόι και του λέω:
– Βάρα το κυρ Γιάννη!
– Άιντε κορίτσι μου και κοντεύω να σκάσω τόση ώρα.
Ο κυρ Γιάννης και η κυρά Θυμία αποδείχτηκαν εξαιρετική παρέα. Φτάσαμε στα Γιάννενα χωρίς καν να το καταλάβω. Ένιωσα μια περίεργη συγκίνηση όταν κατέβηκα. Όταν δε ανεβαίναμε μετά με τον αδερφό μου προς το χωριό, στο νου μου ήρθαν τα λόγια του δικού μας Κώστα Κρυστάλη: «πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ό κάμπος!».
Να ζήσουν τα Γιάννενα με τα ψηλά βουνά, τους υπέροχους ανθρώπους και τις καταπληκτικές πίτες!
Ας θυμηθούμε ολόκληρο το ποίημα του Κρυστάλη με εξαιρετική μουσική υπόκρουση από τη φλογέρα του αθάνατου Αριστείδη Βασιλαρη!!

Αναρτήθηκε και στο https://www.newsfilter.gr